- εὐανάγνωστον
- εὐανάγνωστοςeasy to read aloudmasc/fem acc sgεὐανάγνωστοςeasy to read aloudneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύφραστος — εὔφραστος, ον (Α) 1. ευκολοπρόφερτος, και κατ επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.) 2. σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά φραστος, πολύ… … Dictionary of Greek